εγκεφαλοπάθεια

εγκεφαλοπάθεια
η
(ιατρ.), γενική ονομασία των παθήσεων του εγκεφάλου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εγκεφαλοπάθεια — Οποιαδήποτε νόσος του εγκεφάλου, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ευρεία καταστροφή ή εκφυλισμό του εγκεφαλικού ιστού. Σε περίπτωση που η διαταραχή χαρακτηρίζεται από σύγχυση, αστάθεια στον βηματισμό και αφύσικες οφθαλμικές κινήσεις, τότε έχουμε τη… …   Dictionary of Greek

  • εγκεφαλοπάθεια, σπογγοειδής — Ομάδα σποραδικών (αυτόματης εμφάνισης, χωρίς αναγνωριζόμενη αιτία), μεταδιδόμενων ή κληρονομικών εγκεφαλοπαθειών, που παρουσιάζουν ποικιλία στον χρόνο επώασης και στην ταχύτητα εξέλιξης, είναι όμως πάντα θανατηφόρες, αφού μέχρι τώρα δεν υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… …   Dictionary of Greek

  • επιζωοτία — Λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα. Στην περίπτωση που τα είδη των ζώων είναι πολλά, ονομάζεται πανζωοτία. Η νομοθεσία ορίζει την υποχρεωτική δήλωση των ύποπτων για ασθένεια ζώων που ο κάθε ιδιώτης έχει στην κατοχή του. Ο νόμος… …   Dictionary of Greek

  • μολυβδίαση — (Ιατρ.). Χρόνια δηλητηρίαση από μόλυβδο, επαγγελματικής γενικά φύσης. Συνήθως προσβάλλονται από μ. φαναρτζήδες, ζωγράφοι, τυπογράφοι. Το πρώτο σύμπτωμα της δηλητηρίασης είναι η εμφάνιση βασεοφίλου στίξης στα ερυθροκύτταρα· στη συνέχεια, και σε… …   Dictionary of Greek

  • πολιοεγκεφαλίτιδα — Πάθηση που χαρακτηρίζεται από φλεγμονώδη προσβολή της φαιάς κυρίως ουσίας του εγκεφάλου. Η φαιά ουσία αποτελείται από τα σώματα των νευρικών κυττάρων και οι π. οφείλονται σε διηθητικούς ιούς που ζουν παρασιτικά μέσα στα κύτταρα αυτά. Τέτοιες… …   Dictionary of Greek

  • πορεγκεφαλία — η, Ν ιατρ. παιδική εγκεφαλοπάθεια, παραισία κοιλοτήτων στον εγκέφαλο οφειλόμενη σε τοπική αγενεσία τού εγκεφαλικού ιστού, με αποτέλεσμα την επικοινωνία τής πλάγιας κοιλίας με την επιφάνεια τών ημισφαιρίων, νόσος που εκδηλώνεται κλινικά με… …   Dictionary of Greek

  • σκράπιε — η, Ν (κτην.) νόσος τών αιγοπροβάτων που συνδέεται με την σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια, εκδηλώνεται με διαταραχές τής συμπεριφοράς τού ζώου, με κνησμό, έλλειψη συντονισμού τών κινήσεων και τρέμουλο και επιφέρει, τελικά, τον θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων …   Dictionary of Greek

  • σπογγώδης — ες / σπογγώδης, ῶδες, ΝΜΑ, και σφογγώδης Α [σπόγγος / σφόγγος] αυτός που μοιάζει με σπόγγο ως προς τη σύσταση, απορροφητικός σαν σπόγγος, σπογγοειδής, πορώδης νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπογγώδη οι σπόγγοι, το φύλο τών σπόγγων 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”